Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ετερόκλητος -η -ο"
1 εγγραφή
ετερόκλητος -η -ο [eteróklitos] Ε5 : (μειωτ., για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων) που τα στοιχεία του είναι τελείως άσχετα μεταξύ τους: Ένα ετερόκλητο πλήθος με μοναδικό συνεκτικό στοιχείο τη λατρεία του αρχηγού. Ετερόκλητη συντροφιά / επίπλωση. Ετερόκλητες και συνεπώς άχρηστες γνώσεις.

[λόγ. < γαλλ. hétéroklite (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἑτερόκλιτος με σφαλερή ταύτιση: κλιτός = κλητός (διαφ. το μσν. ετερόκλητος `πρόσθετο όνομα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες